Σελίδες

19 Οκτωβρίου 2021

Ηθική και Δημόσια Διοίκηση

  Του Γιώργου Ανδρεάδη, Προϊστάμενος Αυτοτελούς Τμήματος Κοινωνικής Μέριμνας, Παιδείας και Πολιτισμού Δήμου Πάρου

Χθες, ως Γραμματέας του ΔΣ των εργαζομένων του Δήμου, είχα την τύχη να συμμετέχω σε μια συνάντηση με συναδέλφους μου με αντικείμενο συζήτησης τη λειτουργία των διοικητικών υπηρεσιών σε όλους τους τομείς του Δήμου.Την τελευταία κουβέντα τη λέω, για να αντιληφθούμε, όσο περισσότερο γίνεται, την αναγκαιότητα της διοικητικής παρουσίας σε όλο το φάσμα των εργασιών ως απαραίτητη προϋπόθεση λειτουργίας. Ο «διοικητικός υπηρέτης» είναι ένα εύπλαστο πολυεργαλείο, το οποίο προσαρμόζεται σε όλες τις υποεργασιακές ανάγκες που χρειάζεται ένας οργανισμός για να λειτουργήσει συνολικά.

Στη συζήτηση αυτή τέθηκαν πολλά υπηρεσιακά θέματα και αναπτύχθηκε ένας διάλογος όπου εκφράστηκαν πολλές και σκόρπιες διαπιστώσεις και παράπονα. Όταν κάποια στιγμή τελείωσε αυτή η ψυχοθεραπευτικού τύπου κουβέντα, που έχουν ανάγκη να κάνουν όλοι οι αγανακτισμένοι, ξεκινήσαμε, στο πλαίσιο του προβληματισμού και της αντιμετώπισης των δύσκολων καταστάσεων που βιώνουμε ως εργαζόμενοι, την επεξεργασία προτάσεων και δράσεων. 

Όταν πήρα το λόγο, προσπάθησα να επισημάνω ότι η μόνη «αντικειμενική» συνθήκη που μπορεί να θεμελιώσει την όποια ενέργεια αποφασίσουμε να πράξουμε προς λύση των ζητημάτων μας είναι ο νόμος. Τότε, και για πρώτη φορά, απέναντι σ’ αυτό το επιχείρημά μου περί θεμελίωσης της «αντικειμενικότητας» από το νόμο, από κάποιους συναδέλφους αντιπαρατέθηκε η ηθική, το κοινό καλό, οι άγραφοι νόμοι κ.λπ.. Με μιας οι συγκεκριμένοι συνάδελφοι προέταξαν τα παραπάνω και ξέχασαν ότι η παράνομη της υπόθεσης είναι η Δημοτική Αρχή η οποία μόνιμα και επιμελώς κόβει και ράβει τις διατάξεις των νόμων που διέπουν τη λειτουργία των υπηρεσιών όπως τη βολεύει, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως επιχείρημα την εδώ και τώρα ανάγκη εξυπηρέτησης των ακραίων συνθηκών, τις οποίες η ίδια δημιούργησε ασκώντας μια συγκεκριμένη πολιτική. Προσπάθησα να επισημάνω ότι ο κοινός νομοθέτης, όταν συγγράφει κάποιο νόμο, λαμβάνει ή οφείλει να λαμβάνει υπόψη την «κοινή ηθική» που διέπει την κοινωνία μέσα στην οποία νομοθετεί. Έτσι, λοιπόν, η κοινωνική ηθική, η οποία προϋπάρχει της συγγραφής του νόμου, εμπεριέχεται στο νόμο του νομοθέτη, άρα δεν υπάρχει λόγος να την επικαλούμαστε.

Σημειώνω εδώ ότι η αλληλουχία της σκέψης που περιγράφεται προηγούμενα διέπεται από τη θεμελίωση των επιχειρημάτων του Σωκράτη περί αντικειμενικότητας και ισχύουν ή προσπαθούν να ισχύσουν σήμερα στις δυτικές κοινωνίες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Σωκράτης πέθανε πιστός στις ιδέες του.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, μπορεί να υπάρχει δηλωμένος ο προσωπικός ή συλλογικός ετεροπροσδιορισμός. Αυτό σημαίνει ότι οι μορφές διαγωγής που ισχύουν σε ένα συγκεκριμένο χωροχρόνο δεν έχουν απόλυτα καθορισμένο δικαιϊκά, οικουμενικό και αιώνιο περιεχόμενο. Αντίθετα, προκύπτουν από τις αντιλήψεις ατόμων ή ομάδων με διαμορφωμένους κώδικες, και γι’ αυτό σχετικούς αλλά και αμφισβητήσιμους, προσανατολισμοί οι οποίοι αμφισβητούν την αντικειμενικότητα των νόμων, οι οποίοι μπορεί να έχουν καθιερωθεί από τη θέληση των παραγόντων των κοινωνικών εκείνων φορέων που έχουν την υλική και την πνευματική δύναμη να επιβάλλουν τις αποτιμήσεις τους και, συγχρόνως, από την αδυναμία των υπολοίπων να αντιταχθούν στις παρεμβάσεις, ασκώντας το δικαίωμα του ελέγχου. Άρα, δεν τίθεται ζήτημα για υπερατομικά και αντικειμενικά κριτήρια θεμελίωσης των ηθικών αξιών. Αντίθετα σε ένα τέτοιο πλαίσιο προβληματισμού, όπως είναι η διοικητική λειτουργία των υπηρεσιών, μπορεί να εξεταστεί το αξιακό σύστημα που λαμβάνει υπόψη ο νομοθέτης σε επίπεδο αναζήτησης αλλά δυστυχώς όχι σε επίπεδο αντιπαράθεσης. Στο επίπεδο της αναζήτησης τοποθετείται η διαβούλευση ως εργαλείο σύνθεσης και στο επίπεδο της αντιπαράθεσης η διεκδίκηση ως εργαλείο αναζήτησης του δικαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου